- νηλεγής
- νηλεγής, -ές (Α)(αμφβλ. γρφ.)1. ο χωρίς φροντίδες, αμέριμνος2. αμελής, αδιάφορος.επίρρ...νηλεγέως (Α)«ἀνοίκτως» (Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη-* + -ηλεγής (< ἀλέγω «φροντίζω»), πρβλ. αν-ηλεγής].
Dictionary of Greek. 2013.